- ρακώ
- -όω, ΜΑ [ῥάκος]1. κουρελιάζω, εξασθενίζω κάτι2. παθ. ῥακοῡμαι, -όομαι ρυτιδώνομαι, ζαρώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμαράκῳ — ἀμᾱράκῳ , ἀμάρακον marjoram masc dat sg ἀμᾱράκῳ , ἀμάρακον marjoram neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρακώνω — (AM καταρρακῶ, όω) μεταβάλλω σε ράκη, καταξεσκίζω, κατακουρελιάζω νεοελλ. κάνω κάποιον ηθικό ράκος, εξευτελίζω, ταπεινώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥακῶ «κουρελιάζω» (< ῥάκος)] … Dictionary of Greek